τριγένειαν

τριγένειαν
τριγένεια
a third generation
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τριγένεια — η, ΝΜΑ [τριγενής] νεοελλ. 1. η σχέση που συνδέει τρία γένη, π.χ. τα τέκνα τού ενός από τους συζύγους, από προϋπάρξαντα γάμο του, με τα τέκνα τού άλλου συζύγου από προϋπάρξαντα γάμο του 2. (νομ.) η διά γάμου εμπλοκή τρίτου γένους στην εξ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”